Ομάδα: Δημητρακόπουλος Δημήτρης, Μακρής Βασίλης, Καρατάσιος Δημήτρης, Ζαχαριάδης Αλέξανδρος,Αββακουμίδου Άννα, Κουντζόγλου Άννα
Το αμάρτημα της μητρός μου ( υπόθεση )
Από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, η γυναίκα έπρεπε να είναι
υποταγμένη στον συζύγο της και να σέβεται την επιθυμία της κοινωνίας που ήθελε
τη γυναίκα κατώτερη απ’την αντρική παρουσία. Οι γυναίκες βρίσκονταν αρχικά υπό
τον έλεγχο του πατέρα τους, αλλά και της μητέρας τους, η οποία ήταν υπεύθυνη να
διαμορφώσει το χαρακτήρα τους, και στη συνέχεια περνούσαν στον έλεγχο του
συζύγου τους, στον οποίο η κοινωνία αναγνώριζε πλήρη εξουσία στα μέλη της
οικογένειάς του.
Από τη διήγηση της μητέρας του Βιζυηνού διακρίνουμε ότι η
μητέρα της δεν την άφησε ποτέ να χαρεί όσο βρισκόταν υπό τη δική της ευθύνη,
στοιχείο που υποδηλώνει την αυστηρή αγωγή που δέχονταν οι κοπέλες από τα παιδικά
τους χρόνια, ώστε να είναι προετοιμασμένες όταν παντρευτούν να βρεθούν υπό τον
έλεγχο του συζύγου τους. Οι γυναίκες της εποχής εκείνης βρίσκονταν από μικρές
σε διαρκή περιορισμό και έναν αυστηρό έλεγχο της συμπεριφοράς τους, αφού έπρεπε
να αποκτήσουν καλή φήμη. Κάθε γυναίκα όφειλε να ζει σύμφωνα με τα κοινωνικά
πρότυπα και το βασικότερο να υπερασπίζεται την τιμή της με το να είναι
εργατική, σεμνή και πιστή μητέρα και σύζυγος. Εφόσον, οι γυναίκες τότε δεν
είχαν την ευκαιρία της επαγγελματικής καταξίωσης, έπρεπε να διαφυλάττουν το
καλό τους όνομα ως προς τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις.
Πέραν, πάντως, από την καθολική τότε συνήθεια να θέτουν τη
γυναίκα υπό τον έλεγχο του συζύγου, κάθε γυναίκα βίωνε την προσωπική της
εμπειρία στα πλαίσια του γάμου, ανάλογα με την προσωπικότητα του συζύγου της.
Ήταν, δηλαδή, θέμα τύχης το αν ο άντρας θα ήταν καλοπροαίρετος και θα έδειχνε
σεβασμό στη γυναίκα του ή αν θα ήταν αυταρχικός και σκληρός, αντιμετωπίζοντας
τη γυναίκα του άσχημα. Διαβάζοντας, για παράδειγμα, το Αμάρτημα της μητρός μου,
σχηματίζουμε την εντύπωση πως ο πατέρας του αφηγητή υπήρξε ευγενικός και
προστατευτικός απέναντι στη γυναίκα του. Η στάση του κατά τη διάρκεια του
γλεντιού, αλλά και κατόπιν στην κρίσιμη στιγμή του αμαρτήματος, δείχνει με
σαφήνεια την αγάπη που υπήρχε μεταξύ τους. Από την άλλη, διαβάζοντας την
αφήγηση του Καζαντζάκη κατανοούμε πως ο πατέρας του ήταν συνήθως αυστηρός
απέναντι στη γυναίκα του καθώς μόνο κατά τη διάρκεια του γλεντιού της μιλά με
γλυκύτητα και την κοιτάζει για πρώτη φορά με τρυφερότητα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορά στην παρουσίαση
των δύο ζευγαριών στα δύο κείμενα, διαφορά που οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία των
συγγραφέων. Ο Βιζυηνός μας πληροφορεί σχετικά με στοιχεία που εκφράζουν την
αλληλοεκτίμηση και την αγάπη ανάμεσα στους γονείς του, ενώ ο Καζαντζάκης, που
είναι πιο πιστός στην πραγματική φύση των ανθρώπων, δε διστάζει να αποδώσει τον
ερωτισμό που εξέπεμπε η μητέρα του και την ένταση του πάθους που υπήρχε ανάμεσα
σε εκείνη και τον άντρα της.
Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα κύρια
πρόσωπα του έργου, την Αννιώ, τη μοναδική αδελφή που ο ίδιος γνωρίζει, η οποία
είναι άρρωστη, και τη χήρα μητέρα τους, η οποία φαίνεται να έχει ιδιαίτερη
αδυναμία στην κόρη της και παραμελεί τα τρία αγόρια της. Η αρρώστια της Αννιώς
επιδεινώνεται και τελικά πεθαίνει. Η μητέρα υιοθετεί μια ψυχοκόρη, που τη
μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει, για να υιοθετήσει στη
συνέχεια ένα άλλο, πολύ μικρό κοριτσάκι, κάτι που προκαλεί έντονες αντιδράσεις
των αγοριών.
Στις αντιδράσεις των γιων της, η μητέρα
αποφασίζει να τους αποκαλύψει το τρομερό μυστικό της: Η εμμονή της με τις
υιοθεσίες κοριτσιών οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο νιώθει
τύψεις εδώ και χρόνια. Οι ενοχές που τη ταλαιπωρούσαν ήταν επειδή η ίδια είχε καταπλακώσει άθελά
της στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της (το μοναδικό τότε κοριτσάκι της, που
ήταν βρέφος) και οι υιοθεσίες είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της και τον εξαγνισμό
της ψυχής λόγω του τραγικού κενού.
Οι τύψεις της δεν μπόρεσαν να απαλυθούν ούτε και
μετά τη συγχώρεση του Πατριάρχη Ιωακείμ στην Κωνσταντινούπολη, στον οποίο και την οδήγησε ο γιος
της για να εξομολογηθεί, με την ελπίδα να γαληνέψει η ψυχή της. Όπως
χαρακτηριστικά λέει στον γιο της μετά τη συγχώρεση:
Τι να σου πω, παιδί μου! Ο
Πατριάρχης είναι σοφὸς
και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλες τις βουλές και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρά τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Μα, τι να σου πω! Είναι καλόγερος. Δεν
έκανε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίσει,
τι πράγμα είναι το να σκοτώσει κανείς
το ίδιο το παιδί του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου